- τερατωδῶν
- τερατώδηςportentousmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τερατεία — ἡ, Α [τερατεύομαι] 1. αφήγηση τερατωδών, θαυμαστών και αλλόκοτων συμβάντων, τερατολογία (α. «νοῡν ἡμῑν παρέχουσι καὶ τερατείαν», Αριστοφ. β. «ουδὲ τοὺς τερατείας καὶ ψευδολογίας μεστούς», Ισοκρ.) 2. φανταστική ιστορία, παραμύθι 3. μαντική 4. φρ.… … Dictionary of Greek
τερατογόνος — ο, ΝΑ, θηλ. και τερατογόνα Ν αυτός που γεννά ή προκαλεί τη γέννηση τεράτων νεοελλ. φρ. «τερατογόνοι παράγοντες» φυσικοί, μηχανικοί, χημικοί ή μικροβιολογικοί παράγοντες που επιδρούν στο έμβρυο ή στο ωάριο και προκαλούν τη γένεση τερατωδών μορφών … Dictionary of Greek
Γαλατία — I (λατ. Gallia). Ονομασία που έδωσαν οι Ρωμαίοι στις χώρες όπου κατοικούσαν τα κελτικά φύλα των Γαλατών τόσο στη δυτική Ευρώπη (μεταξύ Ρήνου, Ατλαντικού ωκεανού, Πυρηναίων, Μεσογείου και Άλπεων), τη λεγόμενη εκείθεν των Άλπεων Γ. (Gallia… … Dictionary of Greek
Γκρίφιους, Αντρέας — (Andreas Gryphius, Γκλογκάου, Σιλεσία 1616 – 1664).Γερμανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια ύστερα από τον θάνατο των γονέων του, αντιμετωπίζοντας τη φτώχεια, τον πόλεμο και τους διωγμούς εναντίον των προτεσταντών … Dictionary of Greek
Μπος, Ιερώνυμος — (Hieronymus Bosch, Χερτόγκενμπος περ. 1450 – 1516). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού ζωγράφου Χιερόνιμους Βαν Έκεν (Hieronymus van Aecken). Οι ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν εξανάγκασαν τους ιστορικούς να καταφύγουν μόνο στα έργα … Dictionary of Greek